- ζαλώνω
- 1. φορτώνω κάποιον ή κάτι τοποθετώντας το φορτίο στην πλάτη του2. μέσ. ζαλώνομαιφορτώνομαι («προχτές... 'ζαλώθη ένα δαμάλι», Κρυστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζαλίκι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζαλώνω — ζαλώνω, ζάλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ζαλώνω — ζαλώθηκα, ζαλωμένος, βλ. ζαλικώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αζάλωτος — η, ο [ζαλώνω] αυτός που δεν ζαλώθηκε, που δεν φορτώθηκε με βάρη στους ώμους ή στα χέρια του … Dictionary of Greek
ζαλωτά — επίρρ. [ζαλώνω] στην πλάτη, στον ώμο … Dictionary of Greek
ζαλικώνω — ζαλικώνω, ζαλίκωσα βλ. πίν. 3 και πρβλ. ζαλώνω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής